- προσκάθημαι
- και ιων. τ. προσκάτημαι Α [κάθημαι]1. κάθομαι, μένω κοντά2. στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι3. προσκολλώμαι4. (για στράτευμα) σταματώ απέναντι από μια πόλη και τήν πολιορκώ5. αφοσιώνομαι («προσκάθημαι τοῑς παισί», Ιουλ.)6. ασχολούμαι επιμελώς («προσκάθημαι ταῑς θεραπείαις ἐπιμελῶς», επιγρ.)7. μτφ. α) ενοχλώ κάποιονβ) γίνομαι φορτικόςγ) (για μέλισσες) συχνάζω.
Dictionary of Greek. 2013.