προσκάθημαι

προσκάθημαι
και ιων. τ. προσκάτημαι Α [κάθημαι]
1. κάθομαι, μένω κοντά
2. στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι
3. προσκολλώμαι
4. (για στράτευμα) σταματώ απέναντι από μια πόλη και τήν πολιορκώ
5. αφοσιώνομαι («προσκάθημαι τοῑς παισί», Ιουλ.)
6. ασχολούμαι επιμελώς («προσκάθημαι ταῑς θεραπείαις ἐπιμελῶς», επιγρ.)
7. μτφ. α) ενοχλώ κάποιον
β) γίνομαι φορτικός
γ) (για μέλισσες) συχνάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσκάθηνται — προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 3rd pl προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκάθησαι — προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 2nd sg προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 2nd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκάθηται — προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 3rd sg προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαθήμεθα — πρόσημαι to be seated at imperf ind mid 1st pl (homeric ionic) προσκάθημαι to be seated by imperf ind mid 1st pl προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 1st pl προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 1st pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκάθησθε — πρόσημαι to be seated at imperf ind mid 2nd pl (homeric ionic) προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 2nd pl προσκάθημαι to be seated by pres imperat mid 2nd pl προσκάθημαι to be seated by pres ind mid 2nd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”